- ταξινομούμαι
- ταξινομούμαι, ταξινομήθηκα, ταξινομημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κωλίζομαι — (Α) [κώλον] 1. είμαι χωρισμένος σε κώλα («τὰ κεκωλισμένα βιβλία», Ολυμπ.) 2. (για ποιητ. έργα) ταξινομούμαι σε μετρικά κώλα … Dictionary of Greek
προδιαριθμούμαι — έομαι, Α αριθμούμαι από τα πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαριθμοῦμαι «μετριέμαι, ταξινομούμαι με αρίθμηση»] … Dictionary of Greek